χρυσοπλουμίζω

χρυσοπλουμίζω
μετ. вышивать золотом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρυσοπλουμίζω" в других словарях:

  • χρυσοπλουμίζω — Ν διακοσμώ ύφασμα με χρυσά νήματα ή σειρήτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πλουμίζω «στολίζω»] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπλουμίζω — χρυσοπλούμισα, χρυσοπλουμίστηκα, χρυσοπλουμισμένος, διακοσμώ ύφασμα με χρυσά νήματα, χρυσοκεντώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσοπλούμιστος — η, ο, Ν [χρυσοπλουμίζω] (για ύφασμα) διακοσμημένος με χρυσά νήματα ή σειρήτια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»